Βλέποντας την αλληλεγγύη στους μετανάστες από ανθελληνική σκοπιά

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΕΙ.
ΤΟ GREEK DREAM ΤΕΛΕΙΩΣΕ! ΑΣ ΤΟ ΓΙΟΡΤΑΣΟΥΜΕ ΔΕΡΝΟΝΤΑΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ…

 Το ελληνικό κράτος τις πρώτες μέρες του 2012 δίνει τη μάχη να επιβιώσει στο διεθνή οικονομικό πόλεμο όπως εμφανίζεται η κρίση/αναδιάταξη του λόγου της οικονομίας σα σημείου της κυριαρχίας, στο κεντρικοπολιτικό θέαμα. Αυτή η πολεμική μεταφορά συγκροτεί και δημιουργεί ένα διαρκές καθεστώς συλλογικής ανασφάλειας και φόβου για την ολική απώλεια των κεκτημένων εθνικών προνομίων στην εργασία και την κατανάλωση. Είναι μια αφήγηση που οριοθετεί τον κοινωνικό ανταγωνισμό γύρω από ένα εθνικό επιβιωτισμό. Η προβληματική που παράγει ο μεγάλος εθνικός κίνδυνος συσπειρώνει τους πολιτικούς λόγους γύρω από την ελληνική ταυτότητα. Ο καθένας, δεξιός ή αριστερός, ρεφορμιστής ή επαναστάτης καλείται να εκτιμήσει τον κίνδυνο, να μιλήσει για το πόσο κοντινός ή μακρινός είναι, να αξιολογήσει την ένταση και τις διακυμάνσεις του και να προτείνει το δικό του πρόταγμα εθνικής σωτηρίας. Η διέξοδος της Ελλάδας από την debtocracy (χρεοκρατία) με φιλελεύθερο ή αντικαπιταλιστικό τρόπο, με διαγραφή, κούρεμα ή όχι του χρέους είναι το κεντρικό πρόταγμα για όλους από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών μέχρι την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α..
Είναι πλέον σα να έχει συγκροτηθεί ο greek nightmare σαν προωθητική δύναμη του εθνικισμού της ύφεσης σαν την πλήρη αντιστροφή και το πένθος του greek dream. O τρόμος μιας έλλειψης βασικών ειδών εισαγωγής, τoυ να γίνονται food riots και λιμοί στην Ελλάδα της πάλαι ποτέ μεγάλης ιδέας των Ολυμπιακών και της ΟΝΕ. Αυτός ο μαζικός φόβος των Ελλήνων θέτει ένα νέο λόγο εθνικής ασφάλειας μέσα από το άγχος υπεράσπισης της βιοπολιτικής αξίας των ζωών τους. Έτσι αυτή η κατάρρευση αναδημιουργεί εθνική ενότητα, την εξοπλίζει με νέα όπλα που δείχνουν τη ρατσιστική αποτελεσματικότητα τους στα κυνήγια ξένων όπου υπάρχει μαζική παρουσία μεταναστών, στην Πάτρα, στην Ηγουμενίτσα στο κέντρο της Αθήνας. Στην τελευταία συνέβη και το αξιοσημείωτο σε ένταση και διάρκεια και πανεθνική αποδοχή πογκρόμ του Μαΐου του 2011 με κύριο στόχο βορειοαφρικανούς και ασιάτες μετανάστες αλλά και κινέζους, και ξανά βαλκάνιους, για να μην ξεχνάμε ότι το αντιαλβανικό πογκρόμ του 2004 είναι πάντα εδώ, σα τεχνογνωσία, σα μνήμη και ένα παράδειγμα ταχύτητας και ευκρίνειας στη στόχευση που μπορεί να ξαναξιοποιηθεί. Γιατί το greek dream και o greek nightmare για μας είναι οι δυο όψεις του ίδιου ρατσιστικού βόθρου σε διαφορετικό χρόνο.

Και οι φασίστες; Κάποιοι ακόμη καθημερινοί  Έλληνες…

Και ενώ η μετανάστευση συνεχίζει να διασαλεύει την ομοιογένεια του έθνους, οι φασίστες, η κορφή του ρατσιστικού παγόβουνου γίνονται από πολιτικό περιθώριο αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής ομαλότητας. Μέσα στις κυβερνήσεις εθνικής σωτηρίας (ΛΑ.Ο.Σ.), στα συνδικάτα (π.χ. ΕΘΕΛ χρυσή αυγή), στα δημοτικά συμβούλια (Μιχαλολιάκος κλπ), στους αγανακτισμένους (παρόλο το ευχάριστο ξύλο που έφαγαν κυρίως στο Σύνταγμα), στις γειτονιές (όχι μόνο στον Αγ. Παντελεήμονα) είναι πλέον και θεαματικά μια αποδεκτή ορατότητα. Όλα αυτά  δημιουργούν μια συγκυρία που θέτει τη μαχητική σύγκρουση με το φασισμό και το ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας σε αναγκαία προτεραιότητα των ριζοσπαστικών κύκλων. Κι όταν λέμε ρατσισμό εννοούμε από τον εθνικιστή της γειτονιάς και της σχολής σε μικροφυσικό επίπεδο μέχρι σε γραμμομοριακή κλίμακα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών. Όποιος δε βλέπει το στόχο μάλλον παραπαίει ανάμεσα σε έναν αντιιμπεριαλισμό (αντιγερμανικό, αντισιωνιστικό, αντιαμερικανικό, αντιΔΝΤ κλπ) και σε έναν αφηρημένο αντικαπιταλισμό. Γιατί δεν αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα του εθνορατσισμού θα τεθεί με τον πλέον οξυμένο τρόπο σε μια ενδεχόμενη παραγωγή ανεξέλεγκτων ταραχών λόγω της κρίσης/αναδιάταξης του λόγου της οικονομίας που αμφισβητεί την ίδια την εργασία ως αξία, Κανένα ερώτημα ριζοσπαστικής προοπτικής δεν μπορεί να τεθεί χωρίς την αποδιάρθρωση της ελληνικής ταυτότητας. Το σύνθημα φροντίστε αυτοί που χτυπάνε μετανάστες να μη ξαναχτυπήσουν ποτέ παραμένει πιο επίκαιρο από ποτέ. Κι όμως παρόλα αυτά η αλληλεγγύη στους μετανάστες παραμένει ένα αδιάφορο θέμα, για μεγάλο μέρος των ριζοσπαστικών κύκλων και όταν γίνεται συχνά στοχεύει απλά στην ενσωμάτωση σε μια πολιτική ατζέντα ενός ελληνικού σχηματισμού, δηλαδή στην ελληνοποίηση τους.

Ο αντιρατσισμός ως όρος για οποιαδήποτε επανάσταση…
Έτσι η αλληλεγγύη στα σώματα που στοχοποιεί ο εγχώριος ρατσισμός και σεξισμός δε θεωρείται σαν προυπόθεση οποιασδήποτε ριζοσπαστικής κριτικής του υπάρχοντος αλλά δευτερεύον πάρεργο στην επιδίωξη της συνοχής του λαού και του έθνους, στον αγώνα ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο. Για μας αποτελεί μια εντελώς αυτόνομη πρακτική μέσα στο εσωτερικό των ανταγωνιστικών στρατηγικών. Αντιμετωπίζει το ρατσισμό σα κάθε σημείο που ομογενοποιεί και ταξινομεί πληθυσμιακές ομάδες ως ετερότητες για να ορίσει τη δική του ταυτότητα. Από ριζοσπαστική σκοπιά αλληλεγγύη για μας σημαίνει επίθεση σε αυτήν την ταυτότητα και στα υλικά προνομία και στους αποκλεισμούς που την αποτελούν και των θεσμικών δομών που την παράγουν εκ νέου. Είτε είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που κρατούν ένα κομμάτι των ξένων τους απαγορευμένους μετανάστες στη χειρότερη κατάσταση εξαίρεσης και στην απειλή της εξόντωσης είτε το βλέμμα μίσους στο μετανάστη μαγαζάτορα που αποκλίνει ελαφρώς απ’ τη θέση στον καταμερισμό εργασίας που τον προόρισε ο εθνικός κορμός και από θύμα έγινε στο ελάχιστο θύτης-μικροαφεντικό.

Μaking the immigrant’s gender
Την ίδια απέχθεια αισθανόμαστε στον τρόπο που ο ελληνικός λόγος εμφυλοποιεί τα σώματα των μεταναστών. Τα γυναικεία σώματα όπως σε κάθε φαλλοκεντρισμό καθίστανται μη-πρόσωπα,Είτε υστερικοποιούνται  (υπερσεξουαλικοποιούνται) είτε αποσεξουαλικοποιούνται, διαδικασία που συχνά γίνεται ταυτόχρονα σε διαφορετικά επίπεδα. Εμφανίζονται σαν τα απόλυτα θύματα μιας ξένης και μακρινής απ’ τη φιλελεύθερη Ελλάδα πατριαρχίας, άρα φυσικοποιείται τα να τις βιάζουν μαζικά οι Έλληνες μέσα από την καταναγκαστική πορνεία, καθώς σε κάθε περίπτωση δε θεωρούνται υποκείμενα με τη δική τους ηδονή, αλλά καταπιεσμένες, αντικείμενα οίκτου από τη χειραφετημένη και αξιοπρεπή ελληνική θηλυκότητα. Ακόμα και όταν γίνονται φορείς επιθυμιών αυτές πρέπει να είναι έκφυλες και διεστραμμένες κίνδυνοι για την ανδρική ψυχική και σωματική υγεία και την οικογενειακή σταθερότητα. Αυτό σημαίνει ότι δε θεωρούνται κυρίαρχα σεξουαλικά υποκείμενα αλλά τέρατα ζήλιας, επιθετικότητας και μίσους προς τους έλληνες που τους φιλοξενούν γεμάτα με  συμπλέγματα καταπίεσης. Αυτό το παρανοϊκό μίγμα ρατσιστικής ανθρωπολογίας και ψυχανάλυσης ανθίζει παντού στον ελληνικό βόθρο, απ’ το μέσο οικογενειακό τραπέζι ως το Nitro και τις πολιτικές εφημερίδες, άλλοτε πιο ειλικρινά άλλοτε πιο συγκαλυμμένα συχνά με τρόπο ενοχικό και με μια αυτοκριτική που συντηρεί τα ίδια τα στερεότυπα. Επιδιώκει να θυματοποιήσει την ελληνική ταυτότητα. Αυτό είναι πιο διαυγές στη συζήτηση για το σεξισμό και τους βιασμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά γίνονται αντικείμενο συζήτησης και προβληματικής μόνο όταν οι θύτες μπορει να είναι μετανάστες, ώστε να αποφασιστεί σε ποιά εθνική/φυλετική ταυτότητα θα είναι τα θύματα των επόμενων πογκρόμ και να αυτοδικαιωθεί η ελληνική πατριαρχία. Δεν το λέμε για πλάκα. Αρκετά κυνήγια μεταναστών τόσο σε μητροπολιτικές γειτονιές όσο και στα πιο απόμερα ελληνοχώρια έχουν ξεκινήσει με μια φήμη ότι ένας μέλος μιας άλλης εθνικότητας βίασε Ελληνίδα.

Και τα prole/επαναστατικά προσχήματα για τη ρατσιστική διαλογή…
Τα ελληνικά αντανακλαστικά οδηγούν ακριβώς σε κάθε συζήτηση για την αλληλεγγύη στους μετανάστες να συντηρούν τα ρατσιστικά στερεότυπα για τους μολυσματικούς ξένους. Τα οποία εμφανίζονται με τη μορφή ενός υγειονομικού άγχους. Άλλοτε κυριολεκτικά όταν οι μετανάστες κατηγορούνται ως φορείς ασθενειών που απειλούν τη λαϊκή υγιεινή. Αυτή η προβληματική πέρα από το στιγματισμό των σωμάτων τους ως εκφυλα, μήτρα κάθε φασιστικής ευγονικής ορίζει την ύπαρξη τους στο εθνικό έδαφος με βάση τη βιοπολιτική αξιοποίηση τους., Πράγμα που δεν αφορά μόνο την απόδοση τους στην αγορά εργασίας και το πεδίο της οικονομίας, αλλά ακόμα το πόσο “εξέγερσιμο” υλικό για επανάσταση θεωρούνται. Η ριζοσπαστική βιοπολιτική έτσι αναπαράγει,τα ίδια άγχη, τους ίδιους φόβους και πανικούς μέσω τους οποίους διαλέγει και ταξινομεί τους ξένους με οποιοδήποτε think  tank, αυτή τη φορά με αντικαπιταλιστική σκοπιά. Έτσι σε διατυπώσεις του τύπου “ο πρεζέμπορος μετανάστης είναι εχθρός μου” δεν έχουμε να μιλήσουμε για τη βία, την ένταση και το σκληρό δεσποτισμό της οικονομίας του εγκλήματος όπου εκεί η εξουσία της οικονομίας και του καταμερισμού εργασίας τοποθετεί όσους η ζωή τους δεν αξίζει να βιωθεί. Δεν έχουμε κανένα λόγο να προβληματικοποιήσουμε το στόχο του ρατσιστικού λόγου. Αντίθετα θα μιλήσουμε πάλι για τον Έλληνα ρατσιστή και την υγιεινή του ,την τοξικοφοβία του, το στιγματισμό της χρήσης και της εξάρτησης. Έτσι στοχοποιεί την πρέζα για την καταστολή των κοινωνικών κινημάτων, την ίδια ώρα που το πρόβλημα είναι η διάχυτη μετατροπή του βίου του χρήστη σε σκάνδαλο για την κοινωνία των υγειών. Οι σκούπες για την “καθαρή πλατεία” στα Εξάρχεια, τα πογκρόμ στους χρήστες και τα λιντσαρίσματα μεταναστών με πρόσχημα την πρεζεμπορία για τη διατήρηση της ομαλότητας της επαναστατικής μας γειτονιάς, δείχνουν πως οι ριζοσπάστες έχουν διαμορφώσει νέα θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία για πογκρόμ, με τρόπο που  βοηθάει τη συνοχή του ελληνικού λαού και την ενδυνάμωση/αορατοποίηση των ελληνικών μαφιών.

Κυνηγώντας μουσουλμάνους: ένα παλιό ελληνορθόδοξο χόμπι με νέα προσχήματα…
Το χειρότερο με την ελληνική ταυτότητα είναι η διαφάνεια της, η απόκρυψη των σχέσεων εξουσίας που παράγει. Όπως δείχνει και το παράδειγμα της ρατσιστικής εμφυλοποίησης των σωμάτων των άλλων ο Έλληνας αισθάνεται ότι μπορεί να ταξινομήσει και να μιλήσει για τους άλλους από καθαρή θέση. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση του Ισλάμ. Όταν αυτό είναι μακριά και η σχέση των Ελλήνων με το κοινωνικό συγκείμενο που τοποθετείται είναι μόνο θεαματική, τότε προβάλλουν τις δικές τους πολιτικές επενδύσεις πάνω τους, βλέποντας τους σαν εξιδανικευμένους εκφραστές των δικών τους αντιαμερικανικών και αντισιωνιστικών αφηγήσεων, ακόμα όμως και αυτή η προυπόθεση ελληνοποίησης φαίνεται πολύ λίγη όταν βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος ή βρίσκονται αντιμέτωποι με στρατόκαυλους ελληναράδες στο Κόσσοβο, στη Σομαλία, στο Αφγανιστάν και για να μη ξεχνάμε στη Σεμπρενίτσα (η μαζικότερη ρατσιστική σφαγή στη μεταπολεμική Ευρώπη ήταν η εθνοκάθαρση των μουσουλμάνων της Βοσνίας από τους ορθόδοξους της ελληνοσερβικής φιλίας).
Ιδίως όταν πλησιάζει η φιγούρα του μουσουλμάνου τους ελληνικούς ριζοσπαστικούς κύκλους τότε βγαίνουν στο προσκήνια όλες οι ισλαμόφοβες και αντιφονταμενταλιστικές αφηγήσεις, τότε φουντώνουν οι συζητήσεις για το πως θα μετατραπούν οι θρησκόληπτοι ξένοι σε επαναστατικά υποκείμενα πως θα αντιμετωπίσουμε την ισλαμική πατριαρχία,που είναι σαφώς η πιο βάναυση του κόσμου, ιδίως σε σχέση με τη δυτική και την ελληνική-αν υπάρχει τέτοια. Αυτό φάνηκε στα διάφορα απαξιωτικά σχόλια για τη στοχευμένη εξέγερση των μουσουλμάνων μεταναστών στις 22 Μαίου ενάντια σε μια αιχμή του ελληνικού ρατσισμού, στην ισλαμοφοβία με αφορμή το σκίσιμο του κορανίου από ένα ορθόδοξο καριόλη μπάτσο. Όταν μια χριστιανική κοινωνία προσπαθεί να εξοντώσει μια θρησκευτική ταυτότητα με εμπρηστικές επιθέσεις στους υπόγειους αυτοσχέδιους χώρους λατρείας, που καταφεύγουν επειδή  τους απαγορεύει ουσιαστικά να έχουν τζαμί, βλέποντας σε αυτή μια μολυσματική ετερότητα, τότε η αφηρημένη αντιθρησκευτική κριτική γίνεται κομμάτι του ρατσιστικού λόγου. Ιδίως όταν αυτό που τους δίνει αυτοπεποίθηση να κρίνουν το Ισλάμ από διάφανη θέση είναι ένας αθεϊσμός βασισμένος στο επιστημονικό καθεστώς αλήθειας και στις απελευθερωτικές αφηγήσεις της νεωτερικότητας που δεν είναι παρά προεκτάσεις του χριστιανικού λογοκεντρισμού.
Η ίδια η άθεη ισλαμοφοβία εκφέρει τη μυθολογία μιας  μετααποικιοκρατικής και μεταχριστιανικής κοινωνίας. Βασίζεται στα συστήματα εξουσίας του Λόγου, της λευκότητας, της υπεροχής του καθαρού πνεύματος από τη μολυσμένη σάρκα τα οποία όπλισαν κάθε δυτική ρατσιστική αφήγηση. Γι’ αυτό η αλληλεγγύη και η υπεράσπιση των μουσουλμάνων και των εκάστοτε άλλων είναι προϋπόθεση για κάθε ριζοσπαστική κριτική των καθεστώτων αλήθειας των δυτικών συστημάτων εξουσίας αλλά και της ίδιας της δύσης και της Ευρώπης ως σημείο συνοχής και συνείδησης και αφετηρίας ρατσιστικού μίσους. Μόνο με αυτούς τους όρους θα δημιουργήσουμε τη δυνατότητα να γκρεμίσουμε οικουμενικά κάθε είδους θεούς, ειδικούς, αφέντες, καθοδηγητές και παππάδες.

Ωπ! Μήπως η κατασκευή του υπεραρρενωπού μετανάστη είναι μια διέξοδος στην εθνική masculinity crisis;
Στον αντίποδα  κάποιοι αντιρατσιστές  βλέπουν τους μετανάστες με τον τρόπο που τους εμφυλοποιεί ο ελληνικός εθνικισμός. Γι’ αυτούς αποτελούν ένα (ακόμη…) εργαλείο για να επεκτείνουν την ελληνική πατριαρχία. για  να σχετικοποιήσουν την κριτική στο σεξισμό μέσα στην καθημερινότητα των κοινωνικών σχέσεων και να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα του λόγου του εκάστοτε θύματος σεξιστικών και ρατσιστικών συμπεριφορών και το προνόμιο του να χτυπήσει το θύτη με τον τύπο βίας που επιλέγει(αυτοδικία) .Εξίσου συχνά  βρίσκουν μια αφορμή προνομιακής επιτήρησης και τιμωρίας των μεταναστών μέσα από την προστασία-των πάντα  αδύναμων(!)-γυναικών του χώρου. Και στις δύο περιπτώσεις ο σεξισμός των μεταναστών γίνεται το πρόσχημα για την ενίσχυση της δικών τους macho πρακτικών και της ρατσιστικής τους επιβολής.

Ξεφεύγοντας από κάθε καταγωγή, κληρονομιά και πατρίδα…
Τα προβλήματα αυτά προκύπτουν από τη μη αναγνώριση του έθνους σα μια αυτόνομη δομή εξουσίας. Η καταστροφή των πληθυσμιακών πολιτικών που συγκροτούν το έθνος μέσα από τα σύνορα, τη δικαϊκή/οικονομική  μηχανή και το σχήμα φυλή-καταγωγή-αίμα που σταθεροποιούν την ιδιοκτησία και την ανταλλαγή είναι αναγκαία για την καταστροφή της μορφής-κράτος και τη μη-επανεμφάνιση της στην εκάστοτε επαναστατική συγκυρία. Στη βάση αυτή η απεδαφικοποίηση των πληθυσμιακών ροών, το σαμποτάζ στον έλεγχο και στην κατανομή των σωμάτων στο γεωγραφικό πεδίο είναι αναγκαίος όρος για την καταστροφή του ελληνικού κράτους. Σε αυτό εντάσσεται και η καταστροφή της ελληνικής ταυτότητας και από τυπική και από υλική πλευρά σα σημείο προνομίου μέσα σε αυτό το γεωγραφικό χώρο. Γι’ αυτό ο ριζοσπαστικός αντιρατσισμός μας είναι ανθελληνικός: θέλει να αφελληνοποιήσει το συγκεκριμένο πληθυσμό, όχι ιδεολογικά αλλά μέσα από ενσώματες κοινωνικές εμπειρίες. Γι’ αυτό η αλληλεγγύη στους μετανάστες και η συνάντηση με τους άλλους μπαίνει σαν προϋπόθεση του ριζοσπαστισμού και της δημιουργικής αυτοκαταστροφής μας. Δεν ξέρουμε ούτε καθορίζουμε από πριν τι είναι επαναστατικό ή ρεφορμιστικό δεν επιβάλλουμε τις αφηρημένες ιδεολογίες μας στην πρακτική της αλληλεγγύης, απλώς σαμποτάρουμε στην πράξη τους αποκλεισμούς που στεριώνουν το εθνικό οικοδόμημα και τον καταμερισμό ρόλων βλέποντας την ελληνική πραγματικότητα σαν αυτό που είναι: μια ατελείωτη ασφυκτική φυλακή.

Nα τσακίσουμε τα κόκκαλα κάθε Έλληνα ρατσιστή πριν προλάβει να περάσει στην πράξη.
Η αλληλεγγύη στους μετανάστες μικροπωλητές ενάντια στους μπάτσους είναι μια αιχμή της συνολικής αλληλεγγύης στους μετανάστες ενάντια στην ελληνική-καθημερινότητα και στα κάθε είδους πατριωτικά σκατά της. 

  ΧΩΡΟΣ ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ

Αλληλεγγύη στη Στέλλα Αντωνίου

Στις 4/12/10 συλλαμβάνεται η αναρχική Στέλλα Αντωνίου. Μαζί της συλλαμβάνεται και ο σύντροφός της Κώστας Σακκάς. Κατηγορείται για συμμετοχή σε «άγνωστη τρομοκρατική οργάνωση» και είναι προφυλακισμένη στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού. Στην πραγματικότητα μοναδικό επιβαρυντικό στοιχείο ήταν μια πλαστή ταυτότητα την οποία είχε στην κατοχή της. Κατηγορήθηκε επίσης ότι δυο μέρες πριν τη σύλληψή της μπήκε στο Α.Τ. Καλλιθέας και επόπτευε την αποθήκη με τα όπλα και όταν η ίδια ζήτησε από τη μάρτυρα-μπάτσο που κατέδωσε το γεγονός να την αναγνωρίσει οι διωκτικές αρχές αρνήθηκαν να προχωρήσουν αυτή τη διαδικασία. Επίσης ζήτησε να αποδειχτεί μέσω της κάμερας που βρίσκεται έξω από το Α.Τ. αλλά έλαβε σαν απάντηση ότι η κάμερα είναι μόνο παρακολούθησης και όχι καταγραφής.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι λόγοι που έριξαν τη Στέλλα στα κάτεργα του εγκλεισμού είναι πολιτικοί. Το καθεστώς προκειμένου να θωρακιστεί και να προφυλαχτεί η ακεραιότητά του εκδικείται κάθε άτομο με επαναστατική δραστηριότητα. Η αντικαθεστωτική δράση της συντρόφισσάς μας Στέλλας Αντωνίου καθώς και των υπολοίπων συντρόφων και συντροφισσών που διώκονται για παρόμοιες υποθέσεις πλήττει το γόητρο του πλέγματος ασφαλείας. Ειδικά, η περίπτωση του εγκλεισμού αποτελεί την ύψιστη εκδικητική στάση της εξουσίας απέναντι σε όποιον δραπετεύει απ’ τη μάζα των εθελόδουλων και των υποταγμένων και στρέφεται στη μεριά της μάχης, στη μεριά του διαρκούς αγώνα. Γι’ αυτό όταν επιλέγεις να πολεμάς και όχι να συμβιβάζεσαι ή να υποδουλώνεσαι οι μηχανισμοί του κράτους σε διαχειρίζονται όπως επιτάσσουν οι νόμοι της δημοκρατίας προκειμένου να απαλλαχτούν απ’ τις όποιες ριζοσπαστικές τάσεις σ’ αυτήν την κοινωνία του φόβου και της υποτέλειας. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η κανονικότητα και η ηρεμία της εξουσίας. Στην περίπτωση της Στέλλας φτιάχτηκε ένα κατηγορητήριο από καθεστωτικές σκευωρίες καθώς η συμμετοχή της στον αναρχικό χώρο δημιούργησε ρήγματα.
Δεν θα μιλήσουμε για σαθρό ή πραγματικό κατηγορητήριο. Ούτως ή άλλως δεν αποδεχόμαστε το Ποινικό Δίκαιο για να το επικαλεστούμε κιόλας. Ωστόσο δεν μπορούμε να μην κάνουμε λόγο για το πόσο πολιτικά κίνητρα έχει η δίωξη της Στέλλας όπως και πολλών ακόμα ατόμων με αντικαθεστωτικές ενέργειες. Τα θεσμικά όργανα με πρώτα και κύρια τους μπάτσους και τους δικαστές (αφού αυτοί είναι οι πρώτοι διαχειριστές των νόμων) προκειμένου να διώξουν και να φυλακίσουν αγωνιστές και αγωνίστριες υπό το πρόσχημα της υγιούς ύπαρξης της δημοκρατίας δημιουργούν τους νόμους. Και ακριβώς επειδή «δημοκρατία έχουμε, οι νόμοι υπάρχουν για το καλό του λαού», η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων πατάει πάνω σε αυτήν την κοινωνική αποδοχή ώστε να μην υπάρχει γενικευμένος ξεσηκωμός κατά τη δίωξη κάποιου συντρόφου. Οι νόμοι άρα είναι το όπλο που καταδιώκει τις εξεγερμένες ατομικότητες και ομάδες και αναπλάθονται με τέτοιο τρόπο που να διαγράφουν όλο και περισσότερους μαχητές και μαχήτριες που παίρνουν θέση στο στρατόπεδο της διαρκούς επαναστατικής προώθησης.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά με την τροποποίηση του νέου αντιτρομοκρατικού νόμου παρατηρούνται πτυχές που αποβλέπουν στην πλήρη εκδικητικότητα απ’ τη μεριά του εχθρού μας. Πιο τρανταχτό είναι το γεγονός ότι προβλέπεται δήμευση των περιουσιών των δικασμένων ή υπόπτων για τρομοκρατία και των συγγενών τους.
Η Στέλλα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας ωστόσο οι αιτήσεις της για αποφυλάκιση είναι άκαρπες παρόλο που οι γιατροί της είναι κάθετοι ότι οι συνθήκες της φυλακής την επιβαρύνουν. Τα διωκτικά σώματα απαντούν πως υπάρχει νοσοκομείο δίπλα στις φυλακές Κορυδαλλού γι’ αυτό δεν χρειάζεται να αποφυλακιστεί αφού η κοντινή αυτή απόσταση μπορεί να καλύψει την περίθαλψή της. Αυτό που δε λένε είναι ότι οι συνθήκες της φυλακής είναι άθλιες και ότι χρειάζονται 7-10 ώρες για να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας. Όλα αυτά αποβλέπουν στην ψυχική και σωματική εξόντωση της συντρόφισσας.
Αλλά η Στέλλα δε μασάει. Διατηρεί και εντός των τειχών με αξιοπρέπεια τον αγώνα ενάντια στην εποχή μας. Δηλώνει δυναμικά ότι ο αγώνας στη φυλακή δεν τερματίζεται απλώς περιορίζονται τα μέσα. Αυτή της η αξιοπρεπής στάση καθώς και η συνολική της δράση ως αναρχική μας δημιουργεί αισθήματα συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Στέλλα γερά ως τη λευτεριά.
ΟΥΤΕ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ, ΟΥΤΕ ΑΝΤΡΙΚΕΣ
ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ


Χώρος Λυσσασμένων Νομικής